εἴδωλον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

εἴδωλον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἴδωλον

Ουσιαστικό

εἴδωλον ουδέτερο

  1. ομοίωμα ψεύτικου θεού, είδωλο
  2. λατρεμένο, αγαπημένο πρόσωπο

  • εἴδωλο

Συγγενικά

με θέμα εἰδωλ-

  • εἰδωλογλύφος
  • εἰδωλογραφία
  • εἰδωλόδεσμος
  • εἰδωλόδουλος
  • εἰδωλοειδής
  • εἰδωλοειδῶς
  • εἰδωλατρεύω
  • εἰδωλόθεος
  • εἰδωλοθυσία
  • εἰδωλοθυτέω
  • εἰδωλόθυτα (ουδέτερο, πληθυντικός)
  • εἰδωλοθύτης
  • εἰδωλόθυτος
  • εἰδωλοκαμωμένος
  • εἰδωλόκνισος
  • εἰδωλοκτίστης
  • εἰδωλοκτόνος
  • εἰδωλολατρεία
  • εἰδωλολατρεύω
  • εἰδωλολάτρης
  • εἰδωλολατρία
  • εἰδωλολάτρια
  • εἰδωλολατρικός
  • εἰδωλολατρικῶς
  • εἰδωλολάτριος
  • εἰδωλολάτρισσα
  • εἰδωλολάτρης
  • εἰδωλόλατρος
  • εἰδωλομανία
  • εἰδωλόπηκτος
  • εἰδωλοπλανής
  • εἰδωλοπλαστέω
  • εἰδωλοποιητικός
  • εἰδωλοτυπέω
  • εἰδωλούργημα
  • εἰδωλουργία
  • εἰδωλουργική
  • εἰδωλοφανής
  • εἰδωλοχαρής
  • εἰδωλόχρυσος
  • εἰδωλόω
  • για θέμα εἰδ-  δείτε τη λέξη εἶδος
  • για θέμα ἰδ-  δείτε τη λέξη ἰδέα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ εἴδωλον τὰ εἴδωλ
      γενική τοῦ εἰδώλου τῶν εἰδώλων
      δοτική τῷ εἰδώλ τοῖς εἰδώλοις
    αιτιατική τὸ εἴδωλον τὰ εἴδωλ
     κλητική ! εἴδωλον εἴδωλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰδώλω
γεν-δοτ τοῖν  εἰδώλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εἴδωλον < θέμα ϝειδ- του ρήματος εἴδω κατά ετεροίωση, θέμα ϝοιδ- του οἶδα

Ουσιαστικό

εἴδωλον ουδέτερο

  1. φάντασμα
  2. μη πραγματική εικόνα
  3. εικόνα, αναπαράσταση, ομοίωμα, ομοιότητα, πιστή εικόνα
    λόγος εἴδωλον ψυχῆς
  4. ιδέα
  5. είδωλο στον καθρέφτη, στο νερό
  6. μη υλική μορφή, άυλη μορφή
    εἴδωλον σκιᾶς
  7. (ελληνιστική σημασία) άγαλμα, είδωλο με τη χριστιανική έννοια

Παράγωγα

παράγωγα & σύνθετα με θέμα εἰδωλ-

  • ἀκτινείδωλον
  • ἀνειδωλόπληκτος
  • ἀνειδωλοποιέω
  • ἀνειδωλοποίησις
  • εἰδωλεῖον
  • εἰδωλικός
  • εἰδωλοθυσία
  • εἰδωλόθυτος
  • εἰδωλολατρεία
  • εἰδωλολάτρης
  • εἰδωλολατρία
  • εἰδωλομανέω
  • εἰδωλομανής
  • εἰδωλομανία
  • εἰδωλόμορφος
  • εἰδωλοπλαστέω
  • εἰδωλόπλαστος
  • εἰδωλοποιέω
  • εἰδωλοποίησις
  • εἰδωλοποιητής
  • εἰδωλοποιητικός
  • εἰδωλοποιία
  • εἰδωλοποιικός
  • εἰδωλοποιός
  • εἰδωλουργικός
  • εἰδωλοφανής
  • εἰδωλοχαρής
  • κατείδωλος
  • προειδωλοποιέω

Συγγενικά

  • για θέμα εἰδ-  δείτε τη λέξη εἶδος
  • για θέμα ἰδ-  δείτε τη λέξη ἰδέα
  • για θέμα οἰδ-  δείτε τη λέξη οἶδα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.