προνοώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προνοώ < αρχαία ελληνική προνοῶ, συνηρημένος τύπος του προνοέω < προ- + νοέω / νοῶ < νόος / νοῦς

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.noˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προνοώ

Ρήμα

προνοώ, πρτ.: προνοούσα, αόρ.: προνόησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προ και νους

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.