οὐδός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | οὐδός | οἱ | οὐδοί |
| γενική | τοῦ | οὐδοῦ | τῶν | οὐδῶν |
| δοτική | τῷ | οὐδῷ | τοῖς | οὐδοῖς |
| αιτιατική | τὸν | οὐδόν | τοὺς | οὐδούς |
| κλητική ὦ! | οὐδέ | οὐδοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐδώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | οὐδοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- οὐδός αρσενικό < ὀδϜός < άγνωστης ετυμολογίας.[1][2] Δε σχετίζεται με τα ὁδός και ἔδαφος, ούτε με το ομηρικό ουδέτερο οὖδας (έδαφος, χώμα) όπου το οὐ- είναι κληρονομημένο και όχι προϊόν αντέκτασης όπως στο ὀδϜ- > οὐδ-.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ουδός
- δωρικός τύπος : ὠδός
- αττικός τύπος : ὀδός (με ψιλή)
- και γενική πληθυντικού: ὀδέων
Ετυμολογία 2
| επικός τύπος επική κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αἱ | ||||||
| γενική | τῆς | τῶν/τάων | ||||||
| δοτική | τῇ | ταῖς | ||||||
| αιτιατική | τὴν | οὐδόν | τὰς | |||||
| κλητική ὦ! | ||||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | |||||||
| γεν-δοτ | τοῖιν | |||||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
- οὐδός θηλυκό: διαλεκτικός τύπος
Ουσιαστικό
*οὐδός θηλυκό (Χρειάζεται διευκρίνσιση: μόνο στην αιτιατική? Υπάρχει αλλού?)
- επικός τύπος του ὁδός, μόνο στην Οδύσσεια (σε αιτιατική): ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 196 (195-196)
- δὸς δέ μοι, εἴ ποθί τοι ῥόπαλον τετμημένον ἐστί,
σκηρίπτεσθ’, ἐπεὶ ἦ φατ’ ἀρισφαλέ’ ἔμμεναι οὐδόν.»- δώσε μου μόνο, αν πρόχειρο σου βρίσκεται, κάποιο κομμένο ρόπαλο,
να στηριχτώ· κι εσείς το λέτε, ο δρόμος είναι ανώμαλος.» - Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Μιλάει ο Οδυσσέας στον Εύμαιο.
- δώσε μου μόνο, αν πρόχειρο σου βρίσκεται, κάποιο κομμένο ρόπαλο,
- δὸς δέ μοι, εἴ ποθί τοι ῥόπαλον τετμημένον ἐστί,
Αναφορές
- οὐδός σελ. 1124 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ουδός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- οὐδός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὐδός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.