ὁδίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὁδίτης | οἱ | ὁδίται |
| γενική | τοῦ | ὁδίτου | τῶν | ὁδιτῶν |
| δοτική | τῷ | ὁδίτῃ | τοῖς | ὁδίταις |
| αιτιατική | τὸν | ὁδίτην | τοὺς | ὁδίτᾱς |
| κλητική ὦ! | ὁδίτᾰ | ὁδίται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁδίτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὁδίταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ὁδίτης αρσενικό
- οδοιπόρος, ταξιδιώτης, στρατοκόπος, οδίτης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 263 (ως επίθετο)
- τοὺς δ᾽ εἴ περ παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης
- που αν τες ταράξει αθέλητα διαβάτης
- Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
- τοὺς δ᾽ εἴ περ παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 204 (ως ουσιαστικό)
- καὶ μοῦνος ἰὼν ξύμβληται ὁδίτης
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, Πάροδος, 147 (στίχ.146-149)
- δέρκου θαρσῶν· ὁπόταν δὲ μόλῃ
δεινὸς ὁδίτης, τῶνδ᾽ ἐκ μελάθρων
πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν
πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν.- δίχως φόβο πλησίασε· μα όταν φανεί / από κάπου ο τρομερός οδοιπόρος τοξότης, / να τραβιέσαι απ᾽ αυτή τη σπηλιά / προς το χέρι μου πάντα, που ευθύς / να μπορείς να βοηθάς / σ᾽ ό,τι η ανάγκη της ώρας καλέσει.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
- δέρκου θαρσῶν· ὁπόταν δὲ μόλῃ
- ※ 4ος αιώνας κε ⌘ Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο ⌘ Patrologia Graeca, επιμ. Migne, τόμος 52, S. Joannes Chrysostomus Ιωάννου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου, τα ευρισκόμενα πάντα, 1862, σελ.401@books.google
- Οὐκ ἦσθα, ὅτι ἀποδημία ὁ παρὼν βίος; Μὴ γὰρ πολίτης εἶ; Ὁδίτης εἶ. Συνῆκας τί εἶπον; Οὐκ εἶ πολίτης, ἀλλ’ ὁδίτης εἶ καὶ ὁδοιπόρος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 263 (ως επίθετο)
- δωρικός τύπος : ὁδίτας
- ὁδιστής (varia lectio)
Πηγές
- ὁδίτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁδίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.