ὁδο-

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὁδο- < ὁδός με θέμα ὁδο-
  • για τα σύνθετα με ὁδοι- < αρχαιότατη τοπική πτώση ὁδoῖ του ὁδός [1] για αποφυγή επανάληψης πολλών βραχέων συλλαβών όπως *οδο-πο-ρος[2]

Πρόθημα

ὁδο-, ὁδό- & ὁδοι-

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὁδο- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὁδό- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὁδοι- στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. s.v. οδοιπόρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. s.v. οδοιπόρος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.