ώχρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ώχρα | οι | ώχρες |
| γενική | της | ώχρας | των | ωχρών |
| αιτιατική | την | ώχρα | τις | ώχρες |
| κλητική | ώχρα | ώχρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_11%252C_Detachment_Horn_of_Africa_and_members_of_the_Ugandan_People's_Defense_Force_build_the_Welela_low-water_crossing_bridge.jpg.webp)
εξόρυξη και επεξεργασία ώχρας στην Αφρική
Ετυμολογία
- ώχρα < αρχαία ελληνική ὤχρα < ὠχρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.xɾa/
Ουσιαστικό
ώχρα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.