ώχρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ώχρα οι ώχρες
      γενική της ώχρας των ωχρών
    αιτιατική την ώχρα τις ώχρες
     κλητική ώχρα ώχρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
εξόρυξη και επεξεργασία ώχρας στην Αφρική

Ετυμολογία

ώχρα < αρχαία ελληνική ὤχρα < ὠχρός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.xɾa/

Ουσιαστικό

ώχρα θηλυκό

  1. ονομασία χρώματος της ζωγραφικής αλλά και γενικά της βαφής, σε τόνους του κίτρινου, του καφέ και του κόκκινου.
  2. σιδηρούχο ορυκτό με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο μέχρι κόκκινο και καφέ, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως χρωστική ουσία.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.