λειμωνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λειμωνίτης | οι | λειμωνίτες |
| γενική | του | λειμωνίτη | των | λειμωνιτών |
| αιτιατική | τον | λειμωνίτη | τους | λειμωνίτες |
| κλητική | λειμωνίτη | λειμωνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Παραλλαγή λειμωνίτη (κίτρινη ώχρα)
Ετυμολογία
- λειμωνίτης < αρχαία ελληνική λειμών
Ουσιαστικό
λειμωνίτης αρσενικό
- γαιώδης παραλλαγή του ορυκτού γκετίτης, συχνά απαντώμενος σε ελώδη λιβάδια, ιδιαίτερα διαδεδομένος ανά τον κόσμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.