ωχρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωχρότητα | οι | ωχρότητες |
| γενική | της | ωχρότητας | των | ωχροτήτων |
| αιτιατική | την | ωχρότητα | τις | ωχρότητες |
| κλητική | ωχρότητα | ωχρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωχρότητα < (ελληνιστική κοινή) ὠχρότης
Ουσιαστικό
ωχρότητα θηλυκό (πιο κομψό στον ενικό)
- η ιδιότητα του ωχρού
- η χλωμάδα / χλομάδα
- ο αποχρωματισμός, το ξεθώριασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.