ωχρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωχρότητα οι ωχρότητες
      γενική της ωχρότητας των ωχροτήτων
    αιτιατική την ωχρότητα τις ωχρότητες
     κλητική ωχρότητα ωχρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωχρότητα < (ελληνιστική κοινή) ὠχρότης

Ουσιαστικό

ωχρότητα θηλυκό (πιο κομψό στον ενικό)

  1. η ιδιότητα του ωχρού
  2. η χλωμάδα / χλομάδα
  3. ο αποχρωματισμός, το ξεθώριασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.