ὤχρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὤχρ αἱ ὦχραι
      γενική τῆς ὤχρᾱς τῶν ὠχρῶν
      δοτική τῇ ὤχρ ταῖς ὤχραις
    αιτιατική τὴν ὤχρᾱν τὰς ὤχρᾱς
     κλητική ! ὤχρ ὦχραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὤχρ
γεν-δοτ τοῖν  ὤχραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὤχρα < ὠχρός

Ουσιαστικό

ὤχρα θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.