αμπρί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπρί τα αμπριά
      γενική του αμπριού των αμπριών
    αιτιατική το αμπρί τα αμπριά
     κλητική αμπρί αμπριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπρί < (άμεσο δάνειο) γαλλική abri < abrier < λατινική apricor < aperio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo + *wer-iō

Ουσιαστικό

αμπρί ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.