ditch

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ditch ditches

ditch (en)

  1. χαντάκι
  2. τάφρος
  3. όρυγμα
  4. αυλάκι

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας ditch
γ΄ ενικό ενεστώτα ditches
αόριστος ditched
παθητική μετοχή ditched
ενεργητική μετοχή ditching

ditch (en)

  1. (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
    Ditch all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    They ditched all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη junk
  2. σκάβω, φτιάχνω αυλάκι
  3. προσθαλασσώνω αναγκαστικά* (όχι υπό φυσιολογικές συνθήκες)
  4. παρατάω, εγκαταλείπω
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) το σκάω από κάτι
    I am ditching school.
    Το σκάω από το σχολείο.
     δείτε την έκφραση play truant
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.