ούσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ούσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὖσα (θηλυκό της μετοχής ενεστώτα ὤν του ρήματος εἰμί)

Κλιτικός τύπος μετοχής

ούσα θηλυκό

  • (αρχαιοπρεπές) θηλυκό του ων, μονοτονική γραφή του οὖσα, θηλυκό της αρχαίας μετοχής ὤν
      Η εξελληνισθείσα λέξη "σπόνσορας", ούσα αγγλική, ήταν φαίνεται γνωστή παλαιόθεν , διότι οι πάτρωνες της εποχής εκείνης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι σημερινοί σπόνσορες ! (Ιωάννης Θ. Γιαννόπουλος, Μυστική Αθήνα και Αττική, εκδ. Έσοπτρον, 1999, σελ. 36)
    Διέδοσαν ότι είχε πεθάνει η γυναίκα, ούσας ζωντανής και χαίρουσας άκρας υγείας
    Ούσα μια ταπεινή υπάλληλος, δεν μπόρεσα ποτέ να κλέψω την εφορία (όντας μια ταπεινή υπάλληλος...)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.