ζωοτόκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωοτόκος η ζωοτόκος
& ζωοτόκα
το ζωοτόκο
      γενική του ζωοτόκου της ζωοτόκου
& ζωοτόκας
του ζωοτόκου
    αιτιατική τον ζωοτόκο τη ζωοτόκο
& ζωοτόκα
το ζωοτόκο
     κλητική ζωοτόκε ζωοτόκε
& ζωοτόκα
ζωοτόκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωοτόκοι οι ζωοτόκοι
& ζωοτόκες
τα ζωοτόκα
      γενική των ζωοτόκων των ζωοτόκων των ζωοτόκων
    αιτιατική τους ζωοτόκους τις ζωοτόκους
& ζωοτόκες
τα ζωοτόκα
     κλητική ζωοτόκοι ζωοτόκοι
& ζωοτόκες
ζωοτόκα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωοτόκος < αρχαία ελληνική ζωοτόκος. Μορφολογικά αναλύεται σε ζωο- + -τόκος

Επίθετο

ζωοτόκος

  • χαρακτηρισμός για τα ζώα που γεννούν τα μικρά τους σε αντίθεση με αυτά που γεννούν αβγά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ζωοτόκος < ζωός (ζωντανός) + -τόκος < τίκτω

Επίθετο

ζωοτόκος

  • αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.