ψυγεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ψυγεῖον | τὰ | ψυγεῖᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ψυγείου | τῶν | ψυγείων | ||||
| δοτική | τῷ | ψυγείῳ | τοῖς | ψυγείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ψυγεῖον | τὰ | ψυγεῖᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ψυγεῖον | ψυγεῖᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυγείω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψυγείοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ψυγεῖον (ελληνιστική κοινή) < ψύχω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ψυγείο
Ουσιαστικό
ψυγεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- αγγείο στο οποίο ψύχεται το νερό
- ※ 3ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Αττική. IG II² 1695, col. II, στ. 21. @epigraphy.packhum.org
- ψυ[γ]εῖα [:.:] ⱵⱵⱵΙΙΙ·
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ψ
- <ψυγεῖα>
ἀγγεῖα, ἐν οἷς ὕδωρ ψύχεται. καὶ ὁ τόπος αὐτό
- <ψυγεῖα>
- ≈ συνώνυμα: ψυχεῖον
- ※ 3ος πκε αιώνας, Επιγραφή από την Αττική. IG II² 1695, col. II, στ. 21. @epigraphy.packhum.org
Πηγές
- ψυγεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.