παγωνιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παγωνιέρα | οι | παγωνιέρες |
| γενική | της | παγωνιέρας | — | |
| αιτιατική | την | παγωνιέρα | τις | παγωνιέρες |
| κλητική | παγωνιέρα | παγωνιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
παγωνιέρα < παγών(ω) + -ιέρα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική glacière < glace (πάγος) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɣoˈɲe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γω‐νιέ‐ρα
- παρώνυμο: παγωτιέρα
Ουσιαστικό
παγωνιέρα θηλυκό
Αναφορές
- παγωνιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.