ψαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψαγμένος | η | ψαγμένη | το | ψαγμένο |
| γενική | του | ψαγμένου | της | ψαγμένης | του | ψαγμένου |
| αιτιατική | τον | ψαγμένο | την | ψαγμένη | το | ψαγμένο |
| κλητική | ψαγμένε | ψαγμένη | ψαγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψαγμένοι | οι | ψαγμένες | τα | ψαγμένα |
| γενική | των | ψαγμένων | των | ψαγμένων | των | ψαγμένων |
| αιτιατική | τους | ψαγμένους | τις | ψαγμένες | τα | ψαγμένα |
| κλητική | ψαγμένοι | ψαγμένες | ψαγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψάχνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /psaɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψαγ‐μέ‐νος
- παρώνυμο: ψυγμένος
Μετοχή
ψαγμένος , -η , -ο (και ως ουσιαστικό)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.