ψάξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψάξιμο τα ψαξίματα
      γενική του ψαξίματος των ψαξιμάτων
    αιτιατική το ψάξιμο τα ψαξίματα
     κλητική ψάξιμο ψαξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψάξιμο < ψάχ-νω < αρχαία ελληνική ἔψαυκα, παρακείμενος του ψαύω

Ουσιαστικό

ψάξιμο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.