ψυγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυγμένος | η | ψυγμένη | το | ψυγμένο |
| γενική | του | ψυγμένου | της | ψυγμένης | του | ψυγμένου |
| αιτιατική | τον | ψυγμένο | την | ψυγμένη | το | ψυγμένο |
| κλητική | ψυγμένε | ψυγμένη | ψυγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυγμένοι | οι | ψυγμένες | τα | ψυγμένα |
| γενική | των | ψυγμένων | των | ψυγμένων | των | ψυγμένων |
| αιτιατική | τους | ψυγμένους | τις | ψυγμένες | τα | ψυγμένα |
| κλητική | ψυγμένοι | ψυγμένες | ψυγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψύχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυγ‐μέ‐νος
- παρώνυμο: ψαγμένος
Αντώνυμα
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ψυγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.