ψαύση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψαύση | οι | ψαύσεις |
| γενική | της | ψαύσης* | των | ψαύσεων |
| αιτιατική | την | ψαύση | τις | ψαύσεις |
| κλητική | ψαύση | ψαύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ψαύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψαύση < αρχαία ελληνική ψαῦσις < ψαύω
Μεταφράσεις
ψαύση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.