ψαχουλεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψαχουλεύω < συμφυρμός των ψάχω + χαλεύω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

ψαχουλεύω, αόρ.: ψαχούλεψα, παθ.φωνή: ψαχουλεύομαι, π.αόρ.: ψαχουλεύτηκα

  1. ψάχνω να βρω κάτι ανασκαλεύοντας κι ανακατεύοντας άλλα πράγματα
  2. ψάχνω κάτι (στα τυφλά) ψηλαφώντας με τα δάχτυλά μου
     συνώνυμα: ψηλαφώ

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.