παμψηφεί
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
παμψηφεί
<
ελληνιστική κοινή
παμψηφεί
Επίρρημα
παμψηφεί
με τις
ψήφους
όλων, με
παμψηφία
Συνώνυμα
ομοψήφως
Συγγενικά
παμψηφία
→
δείτε
τις
λέξεις
πας
και
ψήφος
Μεταφράσεις
παμψηφεί
γαλλικά
: à l'
unanimité
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.