κονιορτοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κονιορτοποιώ < κονιορτός + -ο- + ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pulvériser)

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.ni.oɾ.to.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κονιορτοποιώ

Ρήμα

κονιορτοποιώ (παθητική φωνή: κονιορτοποιούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάτι σε σκόνη
    πρέπει να κονιορτοποιήσεις τους ξηρούς καρπούς για αυτό το γλυκό
  2. (μεταφορικά) συντρίβω ένα αντίπαλο
    οι επιθετικοί της ομάδας κονιορτοποίησαν την άμυνα των αντιπάλων
  3. (μεταφορικά) διαλύω, διασπώ κάποιον
    το άγχος κονιορτοποιεί τον σύγχρονο άνθρωπο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.