κονιορτοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κονιορτοποιώ < κονιορτός + -ο- + ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pulvériser)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ni.oɾ.to.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐νι‐ορ‐το‐ποι‐ώ
Ρήμα
κονιορτοποιώ (παθητική φωνή: κονιορτοποιούμαι)
- (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάτι σε σκόνη
- πρέπει να κονιορτοποιήσεις τους ξηρούς καρπούς για αυτό το γλυκό
- (μεταφορικά) συντρίβω ένα αντίπαλο
- οι επιθετικοί της ομάδας κονιορτοποίησαν την άμυνα των αντιπάλων
- (μεταφορικά) διαλύω, διασπώ κάποιον
- το άγχος κονιορτοποιεί τον σύγχρονο άνθρωπο
Συγγενικά
- κονιορτοποιημένος
- κονιορτοποίηση
- → δείτε τις λέξεις κονιορτός, σκόνη και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κονιορτοποιώ | κονιορτοποιούσα | θα κονιορτοποιώ | να κονιορτοποιώ | κονιορτοποιώντας | |
| β' ενικ. | κονιορτοποιείς | κονιορτοποιούσες | θα κονιορτοποιείς | να κονιορτοποιείς | (κονιορτοποίει) | |
| γ' ενικ. | κονιορτοποιεί | κονιορτοποιούσε | θα κονιορτοποιεί | να κονιορτοποιεί | ||
| α' πληθ. | κονιορτοποιούμε | κονιορτοποιούσαμε | θα κονιορτοποιούμε | να κονιορτοποιούμε | ||
| β' πληθ. | κονιορτοποιείτε | κονιορτοποιούσατε | θα κονιορτοποιείτε | να κονιορτοποιείτε | κονιορτοποιείτε | |
| γ' πληθ. | κονιορτοποιούν(ε) | κονιορτοποιούσαν(ε) | θα κονιορτοποιούν(ε) | να κονιορτοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κονιορτοποίησα | θα κονιορτοποιήσω | να κονιορτοποιήσω | κονιορτοποιήσει | ||
| β' ενικ. | κονιορτοποίησες | θα κονιορτοποιήσεις | να κονιορτοποιήσεις | κονιορτοποίησε | ||
| γ' ενικ. | κονιορτοποίησε | θα κονιορτοποιήσει | να κονιορτοποιήσει | |||
| α' πληθ. | κονιορτοποιήσαμε | θα κονιορτοποιήσουμε | να κονιορτοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | κονιορτοποιήσατε | θα κονιορτοποιήσετε | να κονιορτοποιήσετε | κονιορτοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | κονιορτοποίησαν κονιορτοποιήσαν(ε) |
θα κονιορτοποιήσουν(ε) | να κονιορτοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κονιορτοποιήσει | είχα κονιορτοποιήσει | θα έχω κονιορτοποιήσει | να έχω κονιορτοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κονιορτοποιήσει | είχες κονιορτοποιήσει | θα έχεις κονιορτοποιήσει | να έχεις κονιορτοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κονιορτοποιήσει | είχε κονιορτοποιήσει | θα έχει κονιορτοποιήσει | να έχει κονιορτοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κονιορτοποιήσει | είχαμε κονιορτοποιήσει | θα έχουμε κονιορτοποιήσει | να έχουμε κονιορτοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κονιορτοποιήσει | είχατε κονιορτοποιήσει | θα έχετε κονιορτοποιήσει | να έχετε κονιορτοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κονιορτοποιήσει | είχαν κονιορτοποιήσει | θα έχουν κονιορτοποιήσει | να έχουν κονιορτοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.