ψακάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
ψακάζω
- ψιλοβρέχω, ψεκάζω, ρίχνω σταγόνες
- καὶ εἰκάζουσιν δὲ οὕτως, οἷον πιθήκῳ αὐλητήν, λύχνῳ ψακαζομένῳ εἰς μύωπα : και οι παρομοιώσεις σχηματίζονται έτσι, ένας αυλητής μοιάζει με πίθηκο (στη στάση εξηγεί παρακάτω), και ένας μύωπας με μια λυχνία που στάζουν επάνω της ψιχάλες (επειδή τα μάτια του συσπώνται σαν τις φλόγες που τρεμοσβήνουν) (Αριστοτέλης, Ρητορική, Βιβλίο 3ο, παράγραφος 11)
Συγγενικά
- ψεκάζω (μεταγενέστερο)
Σύνθετα
- ἐπιψακάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.