ψᾶφαξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

αιολικός τύπος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψαφακ-
ονομαστική ψᾶφαξ οἱ ψάφακες
      γενική τοῦ ψάφακος τῶν ψαφάκων
      δοτική τῷ ψάφακ τοῖς ψάφαξ(ν)
    αιτιατική τὸν ψάφακ τοὺς ψάφακᾰς
     κλητική ! ψᾶφαξ ψάφακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψάφακε
γεν-δοτ τοῖν  ψαφάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ψᾶφαξ θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.