ψήχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψήχω < αρχαία ελληνική ψήχω

Ρήμα

ψήχω

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψήχω < ψήω

Ρήμα

ψήχω

  1. τρίβω, ξύνω, ξυστρίζω
  2. χαϊδεύω
  3. φθείρω, εξαλείφω
  4. γράφω κάτι πρόχειρα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.