παλίμψηστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλίμψηστος | η | παλίμψηστη | το | παλίμψηστο |
| γενική | του | παλίμψηστου | της | παλίμψηστης | του | παλίμψηστου |
| αιτιατική | τον | παλίμψηστο | την | παλίμψηστη | το | παλίμψηστο |
| κλητική | παλίμψηστε | παλίμψηστη | παλίμψηστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλίμψηστοι | οι | παλίμψηστες | τα | παλίμψηστα |
| γενική | των | παλίμψηστων | των | παλίμψηστων | των | παλίμψηστων |
| αιτιατική | τους | παλίμψηστους | τις | παλίμψηστες | τα | παλίμψηστα |
| κλητική | παλίμψηστοι | παλίμψηστες | παλίμψηστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παλίμψηστος < ελληνιστική κοινή παλίμψηστος
Επίθετο
παλίμψηστος, -η, -ο
- που έχει αποξεστεί και σβηστεί, για να γραφεί κάποιο άλλο
- (ουσιαστικοποιημένο) παλίμψηστο
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.