παλίμψηστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλίμψηστος η παλίμψηστη το παλίμψηστο
      γενική του παλίμψηστου της παλίμψηστης του παλίμψηστου
    αιτιατική τον παλίμψηστο την παλίμψηστη το παλίμψηστο
     κλητική παλίμψηστε παλίμψηστη παλίμψηστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλίμψηστοι οι παλίμψηστες τα παλίμψηστα
      γενική των παλίμψηστων των παλίμψηστων των παλίμψηστων
    αιτιατική τους παλίμψηστους τις παλίμψηστες τα παλίμψηστα
     κλητική παλίμψηστοι παλίμψηστες παλίμψηστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλίμψηστος < ελληνιστική κοινή παλίμψηστος

Επίθετο

παλίμψηστος, -η, -ο

  1. που έχει αποξεστεί και σβηστεί, για να γραφεί κάποιο άλλο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) παλίμψηστο

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παλίμψηστος < πάλιν + ψάω

Επίθετο

παλίμψηστος -ος, -ον

  1. που έχει σβηστεί και ξαναγραφεί ή ξαναζωγραφιστεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.