ψάλτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψάλτης οι ψάλτες, ψάλτηδες
& ψαλτάδες
      γενική του ψάλτη των ψαλτών, ψάλτηδων
& ψαλτάδων
    αιτιατική τον ψάλτη τους ψάλτες, ψάλτηδες
& ψαλτάδες
     κλητική ψάλτη ψάλτες, ψάλτηδες
& ψαλτάδες
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψάλτης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ψάλτης < αρχαία ελληνική ψάλτης (εκτελεστής άρπας) < ψάλλω[1]

Ουσιαστικό

ψάλτης αρσενικό (θηλυκό ψάλτρια)

  • (θρησκεία, επάγγελμα) εκείνος που ψάλλει, κυρίως στην εκκλησία
      Ο ψάλτης υπενύσταζε και έκαμνε «μετάνοιες» όρθιος στο στασίδι, κι' ο γέροΔημητρός, ο πρώην νεωκόρος κ' επίτροπος επί των εξωκκλησίων, χωρίς ο νους του ν' αποσπάται απ' το παγγάρι και τα κηρία, έπαιρνε «δύο τροπάρια» καθιστός στο στασίδι.
    Τέλος ὁ γερο-Κονόμος λέγει εἰς τὸν Νταραδῆμον: ― Θὰ μᾶς πῇς τώρα καὶ κανένα τροπαράκι γιὰ τὴν καλὴ χρονιά; Μὴν ἐξέχασαν κανένα οἱ ψάλτηδες καὶ δὲν τὸ εἶπαν; ― Ἀληθινά, εἶπεν ὁ Νταραδῆμος, ἀπαράτησαν ἕνα μεγαλυνάριο, δὲν ξέρω πῶς τοὺς ἦρθε. «Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν ἁγνὴν Παρθένον, τὴν γεννησαμένην Χριστὸν τὸν Βασιλέα». Μυστήριον ξένον… (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἡ Ντελησυφέρω, 1904)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  Το δίχρονο ως βραχύ ψᾰλ- από το θέμα του μέλλοντα του ψάλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψάλτης οἱ ψάλται
      γενική τοῦ ψάλτου τῶν ψαλτῶν
      δοτική τῷ ψάλτ τοῖς ψάλταις
    αιτιατική τὸν ψάλτην τοὺς ψάλτᾱς
     κλητική ! ψάλτ ψάλται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψάλτ
γεν-δοτ τοῖν  ψάλταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψάλτης < ψάλλω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ψάλτης, -ου, αρσενικό (θηλυκό ψάλτρια)

  1. εκείνος που παίζει κιθάρα ή άρπα
     συνώνυμα: κιθαριστής
  2. (ελληνιστική σημασία , θρησκεία) εκείνος που ψάλλει, ο ψάλτης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.