μεγαλυνάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεγαλυνάριο τα μεγαλυνάρια
      γενική του μεγαλυνάριου
& μεγαλυναρίου
των μεγαλυνάριων
& μεγαλυναρίων
    αιτιατική το μεγαλυνάριο τα μεγαλυνάρια
     κλητική μεγαλυνάριο μεγαλυνάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεγαλυνάριο < μεσαιωνική ελληνική μεγαλυνάριον < μεγαλύν(ω) + -άριον

Ουσιαστικό

μεγαλυνάριο ουδέτερο

  • (θρησκεία) σύντομος ύμνος, που συχνά αρχίζει με τη φράση «μεγάλυνον, ψυχή μου…», και ψάλλεται συνήθως πριν από τα τροπάρια της ένατης ωδής του κανόνα
    Τέλος ὁ γερο-Κονόμος λέγει εἰς τὸν Νταραδῆμον: ― Θὰ μᾶς πῇς τώρα καὶ κανένα τροπαράκι γιὰ τὴν καλὴ χρονιά; Μὴν ἐξέχασαν κανένα οἱ ψάλτηδες καὶ δὲν τὸ εἶπαν; ― Ἀληθινά, εἶπεν ὁ Νταραδῆμος, ἀπαράτησαν ἕνα μεγαλυνάριο, δὲν ξέρω πῶς τοὺς ἦρθε. «Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν ἁγνὴν Παρθένον, τὴν γεννησαμένην Χριστὸν τὸν Βασιλέα». Μυστήριον ξένον… (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἡ Ντελησυφέρω, 1904)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.