άρπα

Νέα ελληνικά (el)

μια άρπα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρπα οι άρπες
      γενική της άρπας των αρπών
    αιτιατική την άρπα τις άρπες
     κλητική άρπα άρπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άρπα < ιταλική arpa < πρωτογερμανική *arbiją

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaɾ.pa/

Ουσιαστικό

άρπα θηλυκό

  • (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο, παίζεται με τη χρήση όλων των δακτύλων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

άρπα

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.