νεωκόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | νεωκόρος | οι | νεωκόροι |
| γενική | του/της | νεωκόρου | των | νεωκόρων |
| αιτιατική | τον/τη | νεωκόρο | τους/τις | νεωκόρους |
| κλητική | νεωκόρε | νεωκόροι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νεωκόρος αρσενικό ή θηλυκό, νεωκόρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) λαϊκός που έχει την ευθύνη για την καθαριότητα, την τάξη, την ασφάλεια και την λειτουργική ετοιμότητα ενός Ιερού Ναού
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Πηγές
- νεωκόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεωκόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.