χυμάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /çiˈma.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐μά‐ω
- ομόηχο: χιμάω
Ρήμα
χυμάω/χυμώ, αόρ.: χύμηξα (χωρίς παθητική φωνή)
- ορμάω, επιτίθεμαι με ορμή
- (μεταφορικά) επιτίθεμαι λεκτικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χυμάω - χυμώ | χυμούσα | θα χυμάω - χυμώ | να χυμάω - χυμώ | χυμώντας | |
| β' ενικ. | χυμάς | χυμούσες | θα χυμάς | να χυμάς | χύμα - χύμαγε | |
| γ' ενικ. | χυμάει - χυμά | χυμούσε | θα χυμάει - χυμά | να χυμάει - χυμά | ||
| α' πληθ. | χυμάμε - χυμούμε | χυμούσαμε | θα χυμάμε - χυμούμε | να χυμάμε - χυμούμε | ||
| β' πληθ. | χυμάτε | χυμούσατε | θα χυμάτε | να χυμάτε | χυμάτε | |
| γ' πληθ. | χυμάν(ε) - χυμούν(ε) | χυμούσαν(ε) | θα χυμάν(ε) - χυμούν(ε) | να χυμάν(ε) - χυμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χύμηξα | θα χυμήξω | να χυμήξω | χυμήξει | ||
| β' ενικ. | χύμηξες | θα χυμήξεις | να χυμήξεις | χύμα - χύμηξε | ||
| γ' ενικ. | χύμηξε | θα χυμήξει | να χυμήξει | |||
| α' πληθ. | χυμήξαμε | θα χυμήξουμε | να χυμήξουμε | |||
| β' πληθ. | χυμήξατε | θα χυμήξετε | να χυμήξετε | χυμήξτε | ||
| γ' πληθ. | χύμηξαν χυμήξαν(ε) |
θα χυμήξουν(ε) | να χυμήξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χυμήξει | είχα χυμήξει | θα έχω χυμήξει | να έχω χυμήξει | ||
| β' ενικ. | έχεις χυμήξει | είχες χυμήξει | θα έχεις χυμήξει | να έχεις χυμήξει | ||
| γ' ενικ. | έχει χυμήξει | είχε χυμήξει | θα έχει χυμήξει | να έχει χυμήξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χυμήξει | είχαμε χυμήξει | θα έχουμε χυμήξει | να έχουμε χυμήξει | ||
| β' πληθ. | έχετε χυμήξει | είχατε χυμήξει | θα έχετε χυμήξει | να έχετε χυμήξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χυμήξει | είχαν χυμήξει | θα έχουν χυμήξει | να έχουν χυμήξει |
| |
Αναφορές
- χυμώ χυμάω, χιμώ χιμάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «χυμώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.