κακοχυμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοχυμία | οι | κακοχυμίες |
| γενική | της | κακοχυμίας | των | κακοχυμιών |
| αιτιατική | την | κακοχυμία | τις | κακοχυμίες |
| κλητική | κακοχυμία | κακοχυμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοχυμία < ελληνιστική κοινή κακοχυμία < αρχαία ελληνική κακόχυμος
Ουσιαστικό
κακοχυμία θηλυκό
- (ιατρική) η κακή κατάσταση των «χυμών» ενός οργανισμού και η συνακόλουθη ασθένεια που προκαλείται
Μεταφράσεις
κακοχυμία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.