χῦμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χῦμᾰ τὰ χύμᾰτ
      γενική τοῦ χύμᾰτος τῶν χυμᾰ́των
      δοτική τῷ χύμᾰτ τοῖς χύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ χῦμᾰ τὰ χύμᾰτ
     κλητική ! χῦμᾰ χύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  χυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

χῦμα ουδέτερο

  • άλλη γραφή του χύμα σε κώδικες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.