σωρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σωρός | οι | σωροί |
| γενική | του | σωρού | των | σωρών |
| αιτιατική | τον | σωρό | τους | σωρούς |
| κλητική | σωρέ | σωροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωρός < αρχαία ελληνική σωρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈɾos/
Ομώνυμα / Ομόηχα
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- ένα σωρό
- του σωρού
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σωρός | οἱ | σωροί |
| γενική | τοῦ | σωροῦ | τῶν | σωρῶν |
| δοτική | τῷ | σωρῷ | τοῖς | σωροῖς |
| αιτιατική | τὸν | σωρόν | τοὺς | σωρούς |
| κλητική ὦ! | σωρέ | σωροί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωρώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σωροῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tuHr-so- < *tuHr- *turH- (φουσκώνω, διογκώνομαι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.