παράδοξο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παράδοξο | τα | παράδοξα |
| γενική | του | παράδοξου | των | παράδοξων |
| αιτιατική | το | παράδοξο | τα | παράδοξα |
| κλητική | παράδοξο | παράδοξα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παράδοξο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράδοξος
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ðo.kso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐δο‐ξο
Ουσιαστικό
παράδοξο ουδέτερο
- κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινή λογική, που περιέχει αντίφαση
- (λογική) λογική πρόταση που ενώ είναι φανερά λάθος στηρίζεται λογικά
- ↪ Γνωστά παράδοξα από την αρχαιότητα είναι τα παράδοξα του Ζήνωνα, όπως το παράδοξο του Αχιλλέα με τη χελώνα.
Υπερώνυμα
-
παράδοξο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.