παράδοξο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράδοξο τα παράδοξα
      γενική του παράδοξου των παράδοξων
    αιτιατική το παράδοξο τα παράδοξα
     κλητική παράδοξο παράδοξα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράδοξο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παράδοξος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.ðo.kso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράδοξο

Ουσιαστικό

παράδοξο ουδέτερο

  1. κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινή λογική, που περιέχει αντίφαση
  2. (λογική) λογική πρόταση που ενώ είναι φανερά λάθος στηρίζεται λογικά
    Γνωστά παράδοξα από την αρχαιότητα είναι τα παράδοξα του Ζήνωνα, όπως το παράδοξο του Αχιλλέα με τη χελώνα.

Συνώνυμα

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παράδοξο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του παράδοξος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παράδοξος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.