χρωματισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρωματισμένος η χρωματισμένη το χρωματισμένο
      γενική του χρωματισμένου της χρωματισμένης του χρωματισμένου
    αιτιατική τον χρωματισμένο τη χρωματισμένη το χρωματισμένο
     κλητική χρωματισμένε χρωματισμένη χρωματισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρωματισμένοι οι χρωματισμένες τα χρωματισμένα
      γενική των χρωματισμένων των χρωματισμένων των χρωματισμένων
    αιτιατική τους χρωματισμένους τις χρωματισμένες τα χρωματισμένα
     κλητική χρωματισμένοι χρωματισμένες χρωματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾo.ma.tiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρωματισμένος
παρώνυμο: χρηματισμένος

Μετοχή

χρωματισμένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.