χρωματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ξυλομπογιές για να χρωματίζουμε

Ετυμολογία

χρωματίζω < μάλλον λόγια λέξη από το χρῶμα και (ελληνιστική κοινή) χρωτίζω (δίνω χρώμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾo.maˈti.zo/

Ρήμα

χρωματίζω

  1. χρησιμοποιώ χρώματα για να προσδώσω αποχρώσεις σε μια ζωγραφιά που δεν θέλω να είναι ασπρόμαυρη (για έπιπλα, χρηστικά αντικείμενα, ακίνητα, αυτοκινητα βάφω, εκτός κι αν είμαι παιδί)
    Μαμά, να χρωματίσω τα καινούργια παπούτσια σου να μην είναι έτσι άσπρα;
  2. δίνω πνοή σε κάτι άψυχο ή προσθέτω μια νότα δική μου σε κάτι ή το αναπαριστώ ζωηρά
    Ζωγράφισε ρεαλιστικά με την ποίησή του τη ζωή της Πρέβεζας
    Ένα χρέος ακάμωτο έννοιωθε πως τούμνησκε ακόμα, και μολονότι πολιτικό, το χρωμάτισε κι αυτό με θρησκευτική θωριά. (Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης)
  3. χαρακτηρίζω κάτι ή κάποιον
    Τον χρωμάτισαν ως κομμουνιστή την εποχή που αυτό σήμαινε εξορία
    Η συμπεριφορά του τον χρωμάτισε άθελά του και τον απέλυσαν το φοουκαρά για να μην τους ενοχλεί η χούντα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.