χρηματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρηματισμένος | η | χρηματισμένη | το | χρηματισμένο |
| γενική | του | χρηματισμένου | της | χρηματισμένης | του | χρηματισμένου |
| αιτιατική | τον | χρηματισμένο | τη | χρηματισμένη | το | χρηματισμένο |
| κλητική | χρηματισμένε | χρηματισμένη | χρηματισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρηματισμένοι | οι | χρηματισμένες | τα | χρηματισμένα |
| γενική | των | χρηματισμένων | των | χρηματισμένων | των | χρηματισμένων |
| αιτιατική | τους | χρηματισμένους | τις | χρηματισμένες | τα | χρηματισμένα |
| κλητική | χρηματισμένοι | χρηματισμένες | χρηματισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾi.ma.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρη‐μα‐τι‐σμέ‐νος
- παρώνυμο: χρωματισμένος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
χρηματισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.