χρωμάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χρωμάτισμα | τα | χρωματίσματα |
| γενική | του | χρωματίσματος | των | χρωματισμάτων |
| αιτιατική | το | χρωμάτισμα | τα | χρωματίσματα |
| κλητική | χρωμάτισμα | χρωματίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾoˈma.ti.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρω‐μά‐τι‐σμα
Ουσιαστικό
χρωμάτισμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρωματίζω
- (μεταφορικά) το ιδιαίτερο ύφος, έκφραση ή τονισμός της φωνής κατά την εκφορά λόγου
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χρώμα
Μεταφράσεις
χρωμάτισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.