χρωμάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρωμάτισμα τα χρωματίσματα
      γενική του χρωματίσματος των χρωματισμάτων
    αιτιατική το χρωμάτισμα τα χρωματίσματα
     κλητική χρωμάτισμα χρωματίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρωμάτισμα < χρωματίζω + -μα < αρχαία ελληνική χρωματίζω < χρῶμα < χρώννυμι

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾoˈma.ti.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρωμάτισμα

Ουσιαστικό

χρωμάτισμα ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρωματίζω
  2. (μεταφορικά) το ιδιαίτερο ύφος, έκφραση ή τονισμός της φωνής κατά την εκφορά λόγου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.