ιδιαίτερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδιαίτερο τα ιδιαίτερα
      γενική του ιδιαίτερου των ιδιαίτερων
    αιτιατική το ιδιαίτερο τα ιδιαίτερα
     κλητική ιδιαίτερο ιδιαίτερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιαίτερο < ουδέτερο του ιδιαίτερος

Ουσιαστικό

ιδιαίτερο ουδέτερο

  1. μάθημα που γίνεται κυρίως σε ένα μόνο μαθητή και συνήθως στο σπίτι, σε αντιδιαστολή με μάθημα που γίνεται σε τάξη με περισσότερους μαθητές
    Κάνω και στα έξι μαθήματα των πανελλαδικών ιδιαίτερο, στα τρία όμως μαζί με μία άλλη κοπέλα, διότι είναι πιο οικονομικό. (*)
  2. (οικείο) η τουαλέτα, το μπάνιο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ιδιαίτερο

  1. αιτιατική ενικού του ιδιαίτερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ιδιαίτερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.