εκφορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφορά οι εκφορές
      γενική της εκφοράς των εκφορών
    αιτιατική την εκφορά τις εκφορές
     κλητική εκφορά εκφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκφορά < αρχαία ελληνική ἐκφορά < ἐκφέρω < φέρω

Ουσιαστικό

εκφορά θηλυκό

  1. (λόγιο) απομάκρυνση
  2. (λόγιο) ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης ή σύνταξης
  3. (λόγιο) η μεταφορά ενός νεκρού στον τάφο του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.