εκφορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκφορά | οι | εκφορές |
| γενική | της | εκφοράς | των | εκφορών |
| αιτιατική | την | εκφορά | τις | εκφορές |
| κλητική | εκφορά | εκφορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκφορά < αρχαία ελληνική ἐκφορά < ἐκφέρω < φέρω
Ουσιαστικό
εκφορά θηλυκό
- (λόγιο) απομάκρυνση
- (λόγιο) ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης ή σύνταξης
- (λόγιο) η μεταφορά ενός νεκρού στον τάφο του
Μεταφράσεις
εκφορά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.