χρονόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρονόμετρο τα χρονόμετρα
      γενική του χρονομέτρου
& χρονόμετρου
των χρονομέτρων
    αιτιατική το χρονόμετρο τα χρονόμετρα
     κλητική χρονόμετρο χρονόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chronomètre < αρχαία ελληνική χρόνος + μέτρον

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾoˈno.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρονόμετρο

Ουσιαστικό

Ένα αναλογικό χρονόμετρο
μουσικό χρονόμετρο

χρονόμετρο ουδέτερο

  1. ειδική συσκευή που μετράει με ακρίβεια χρονικά διαστήματα και στις πιο λεπτές τους υποδιαιρέσεις (π.χ. κλάσματα δευτερολέπτου)
    το χρονόμετρο έδειξε διαφορά μόλις μερικών δεκάτων του δευτερολέπτου μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου νικητή της κούρσας
  2. (ναυτικός όρος) μηχανισμός που λειτουργεί ωρολογιακά κι επιτρέπει τη μέτρηση του χρόνου που είναι αναγκαίος στην αστρονομική ναυτιλία
  3. (μουσική) όργανο που χρησιμοποιείται στη μέτρηση της ρυθμικής ταχύτητας με την οποία πρέπει να εκτελεστεί ένα μουσικό κομμάτι
     συνώνυμα: μετρονόμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.