Χαραυγή
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.ɾavˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐ραυ‐γή
Ετυμολογία 1
- Χαραυγή < γενική του Χαραυγής
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Charavgi
Ετυμολογία 2
- Χαραυγή < χαραυγή
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Χαραυγή | οι | Χαραυγές |
| γενική | της | Χαραυγής | των | Χαραυγών |
| αιτιατική | τη | Χαραυγή | τις | Χαραυγές |
| κλητική | Χαραυγή | Χαραυγές | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Χαραυγή θηλυκό
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- προάστιο του Κερατσινίου, στον Πειραιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.