χαραμοφάης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαραμοφάης οι χαραμοφάηδες
      γενική του χαραμοφάη των χαραμοφάηδων
    αιτιατική τον χαραμοφάη τους χαραμοφάηδες
     κλητική χαραμοφάη χαραμοφάηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαραμοφάης < χαράμ(ι) + -ο- + φά(ω) + -ης

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.ɾa.moˈfa.is/

Ουσιαστικό

χαραμοφάης αρσενικό (θηλυκό: χαραμοφάισσα)

  1. αυτός που ζει χωρίς να δουλεύει
  2. αυτός που δεν δουλεύει αρκετά, ώστε να δικαιολογεί την αμοιβή του

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.