χαραμοφάης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαραμοφάης | οι | χαραμοφάηδες |
| γενική | του | χαραμοφάη | των | χαραμοφάηδων |
| αιτιατική | τον | χαραμοφάη | τους | χαραμοφάηδες |
| κλητική | χαραμοφάη | χαραμοφάηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.ɾa.moˈfa.is/
Ουσιαστικό
χαραμοφάης αρσενικό (θηλυκό: χαραμοφάισσα)
Συνώνυμα
- αχαΐρευτος
- κοπρόσκυλο
- τεμπέλης
- τεμπελχανάς
- τεμπελόσκυλο
- χαμένο κορμί
- παράσιτο της κοινωνίας
- χαραμοφάγος, χαραμοφάος, χαραμοφάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.