χαραμοφάισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαραμοφάισσα οι χαραμοφάισσες
      γενική της χαραμοφάισσας
    αιτιατική τη χαραμοφάισσα τις χαραμοφάισσες
     κλητική χαραμοφάισσα χαραμοφάισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαραμοφάισσα < χαραμοφάης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

χαραμοφάισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαραμοφάης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.