χαραμοφάγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαραμοφάγος η χαραμοφάγος
& χαραμοφάγα
το χαραμοφάγο
      γενική του χαραμοφάγου της χαραμοφάγου
& χαραμοφάγας
του χαραμοφάγου
    αιτιατική τον χαραμοφάγο τη χαραμοφάγο
& χαραμοφάγα
το χαραμοφάγο
     κλητική χαραμοφάγε χαραμοφάγε
& χαραμοφάγα
χαραμοφάγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαραμοφάγοι οι χαραμοφάγοι
& χαραμοφάγες
τα χαραμοφάγα
      γενική των χαραμοφάγων των χαραμοφάγων των χαραμοφάγων
    αιτιατική τους χαραμοφάγους τις χαραμοφάγους
& χαραμοφάγες
τα χαραμοφάγα
     κλητική χαραμοφάγοι χαραμοφάγοι
& χαραμοφάγες
χαραμοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαραμοφάγος < χαράμ(ι) + -ο- + -φάγος

Επίθετο

χαραμοφάγος, -ος/-α, -ο (& χαραμοφάος & χαραμοφάης & χαραμοφάς)

  • ο χαραμοφάης, που τρώει το ψωμί χαράμι, χωρίς να δουλεύει για αυτό, χωρίς να κάνει τίποτα για να το κερδίσει, που ζει παρασιτικά ενώ μπορεί να προσφέρει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.