φάω

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φάω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρώω
  2. θα φάω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρώω



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰā (λάμπω) όπως και το σανσκριτικό bhās (λαμπρότητα)

Ρήμα

φάω

  1. λάμπω, φωτίζω, ακτινοβολώ, φέγγω, ξημερώνει

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.