αχαΐρευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχαΐρευτος | η | αχαΐρευτη | το | αχαΐρευτο |
| γενική | του | αχαΐρευτου | της | αχαΐρευτης | του | αχαΐρευτου |
| αιτιατική | τον | αχαΐρευτο | την | αχαΐρευτη | το | αχαΐρευτο |
| κλητική | αχαΐρευτε | αχαΐρευτη | αχαΐρευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχαΐρευτοι | οι | αχαΐρευτες | τα | αχαΐρευτα |
| γενική | των | αχαΐρευτων | των | αχαΐρευτων | των | αχαΐρευτων |
| αιτιατική | τους | αχαΐρευτους | τις | αχαΐρευτες | τα | αχαΐρευτα |
| κλητική | αχαΐρευτοι | αχαΐρευτες | αχαΐρευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.xaˈi.ɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χα‐ΐ‐ρευ‐τος
Αναφορές
- αχαΐρευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.