χαραγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαραγή | οι | χαραγές |
| γενική | της | χαραγής | των | χαραγών |
| αιτιατική | τη | χαραγή | τις | χαραγές |
| κλητική | χαραγή | χαραγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαραγή < (ελληνιστική κοινή) < χαράσσω
Ουσιαστικό
χαραγή θηλυκό
- η ενέργεια του χαράζω
- η αφαίρεση μια λωρίδας από το φλοιό ενός φυτού με σκοπό την αύξηση της ανθοφορίας του
- μικρή χαραγμένη γραμμή σε μια επιφάνεια, πχ σε ένα όργανο μέτρησης
- Στρέφουμε έπειτα τη μικρή βίδα που υπάρχει κάτω από το δίσκο, δεξιά ή αριστερά, μέχρις ότου φέρουμε το δείκτη του μπροστινού στελέχους στη χαραγή "μηδέν". Ο ζυγός είναι τώρα έτοιμος για ζύγιση. (Φυσική Γεν. Παιδ. Εργαστ. Οδηγός (Α΄ Εν. Λυκ.) :: Ανάλυση διαδικασίας)
Μεταφράσεις
χαραγή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.