χαμούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαμούρα | οι | χαμούρες |
| γενική | της | χαμούρας | — | |
| αιτιατική | τη | χαμούρα | τις | χαμούρες |
| κλητική | χαμούρα | χαμούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαμούρα < [1]
- είτε < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خامور - τουρκική hamur (ζυμάρι) < περσική خمیر (xamir)
- είτε λατινική camura, θηλυκό του camur (λυγισμένος, καμπύλος < πρωτοϊταλική *kameros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂em-: λυγίζω, κάμπτω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈmu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μού‐ρα
- τονικό παρώνυμο: χάμουρα
Ουσιαστικό
χαμούρα θηλυκό
Συγγενικά
- χαμουρεύομαι
- χαμούρεμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- χαμούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χαμούρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χαμούρα (& χαμούρης, χαμούρικος) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.